- προσήνεμος
- -η, -οο γυρισμένος προς το μέρος απ' όπου φυσάει ο άνεμος, αλλ. σοβράνο (αντίθ. υπήνεμος).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προσήνεμος — towards the wind masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήνεμος — η, ο / προσήνεμος, ον, ΝΜΑ (για τόπο ή κτήριο) στραμμένος προς τον άνεμο, προς την κατεύθυνση από την οποία πνέει συνήθως ο άνεμος. επίρρ... προσηνέμως και προσήνεμα Ν προς μέρος προσήνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. εν… … Dictionary of Greek
προσήνεμον — προσήνεμος towards the wind masc/fem acc sg προσήνεμος towards the wind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηνέμοις — προσήνεμος towards the wind masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηνέμου — προσήνεμος towards the wind masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηνέμους — προσήνεμος towards the wind masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηνέμων — προσήνεμος towards the wind masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηνέμῳ — προσήνεμος towards the wind masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήνεμα — προσήνεμος towards the wind neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek